- φυλάσσοιεν
- φυλάσσωkeep watch and wardpres opt act 3rd plφῡλάσσοιεν , φυλάζωform into tribesfut opt act 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ούλω — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * οὔλω και, κατά τον Ησύχ., οὐλῶ, έω (Α) 1. είμαι ολόκληρος, ακέραιος ή υγιής,… … Dictionary of Greek